- γδύσιμο
- το [γδύνω]1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία3. πώληση σε υπέρογκη τιμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γδύσιμο — το 1. η αφαίρεση των ρούχων. 2. μτφ., η αισχροκέρδεια: Δεν άντεξε το γδύσιμο της εφορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… … Dictionary of Greek
απόδυση — η (AM ἀπόδυσις) [αποδύω] η αφαίρεση ενδύματος, το γδύσιμο … Dictionary of Greek
γύμνωση — η (AM γύμνωσις) [γυμνώ] 1. αφαίρεση ενδυμάτων, γδύσιμο 2. αφαίρεση πραγμάτων με αρπαγή, λεηλασία 3. γύμνια νεοελλ. στέρηση … Dictionary of Greek
ξέντυμα — το [ξεντύνω] γδύσιμο, αφαίρεση τών ενδυμάτων … Dictionary of Greek
ξεγύμνωμα — το 1. απογύμνωση, γδύσιμο 2. μτφ. αποκάλυψη τών αδυναμιών ή τών ελαττωμάτων κάποιου, ξεσκέπασμα … Dictionary of Greek
γύμνωμα — το 1. το γδύσιμο, το ξεγύμνωμα. 2. αρπαγή, λεηλασία: Το γύμνωμα του νησιού οφειλόταν στην πειρατεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)